Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Μάρτης

 Μ Α Ρ Τ Η Σ

Μ
υρίζω ακόμα τόσο βασανιστικά ζωντανά 
εκείνο το υπέροχα μοναδικό άρωμά σου.
Ξεχειλίζει από εκείνα τα δήθεν καλά σφαλισμένα 
κουτάκια της μνήμης μου...

ντέχεις την απουσία;" μοιάζει να με ρωτάει, 
κοιτώντας με με ύφος εκνευριστικά σαρκαστικό, 
καθώς εισχωρεί ηδονικά στις χαραμάδες του μυαλού μου, 
παίρνοντας, όπως κάθε φορά, τη μορφή σου.

Ροζιασμένη η επιδερμίδα μιας γερασμένης ψυχής
που σέρνεται... 
Πού να βρω δύναμη να απαντήσω;
Και πόσο ανόητη μου φαίνεται 
τώρα αυτή η ερώτηση.
Αυτονόητη...

Τρέμω στη σκέψη 
πως ακόμα μία άνοιξη χωρίς εσένα θα ξεκινήσει. 
Επιμένει, βλέπεις, και ο Μάρτης, πως τάχα κάθε άνοιξη
σηματοδοτεί μια νέα αρχή, μια νέα αφετηρία...
Στιχάκια ανούσια, ρομαντικά,
τη στιγμή που η καρδιά το ξέρει κιόλας καλά
πως η άνοιξη - για να'ρθεί - αρκεί μία και μόνο παρουσία.

Η στιγμή κρίνω πως είναι ιδανική 
με ένα ωραίο ψέμα και πάλι να ξεγελαστώ.
"Έχει ξεθυμάνει το άρωμά σου,
έχει ξεθωριάσει η ματιά σου,
έχει ξεχαστεί το άγγιγμά σου..."
Έτσι θα πω.

Σε μένα θα μιλήσω,
προσπαθώντας να με πείσω.
Ξανά. 
Όπως κάθε φορά...

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Η μάσκα της εξουσίας



 Βάλε τη μάσκα της εξουσίας
και λεηλάτησε ό,τι βρεθεί στο πέρασμά σου.
Μπορείς. Ποιον έχεις, άραγε, να φοβηθείς;

Βάλε τη μάσκα της εξουσίας, λοιπόν.
Σίγουρα μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο μέρος 
της αρρωστημένης σου ψυχής.
Είναι ανθεκτική, μοιάζει άτρωτη σχεδόν.

Βάλε τη μάσκα της εξουσίας
και γίνε της σκηνής ο πρωταγωνιστής.
Το ακούς το χειροκρότημα;
Για σένα είναι. 

Δυνατό και συνεχές,
τραγική ειρωνεία
μπρος στου νοσηρού μυαλού σου το ειδεχθές.

Βάλε τη μάσκα της εξουσίας
και θαύμασε της ατιμώρητης ορμής σου τα συντρίμμια.

Κείτονται εκεί.
Ακίνδυνα, αμίλητα, ασάλευτα (θαρρείς).
Παγωμένα από ψυχή, ακρωτηριασμένα από σώμα.


Μοιάζουν να παλεύουν να αρθρώσουν δυο λέξεις μόνο, 
αγκαλιασμένες με τον πόνο, 
γεννημένες απ' τον τρόμο.

"Γιατί εγώ;"
Μα ήχος δεν βγαίνει...

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Έρωτας...

 "Έρωτας"


Θυμάμαι που όλοι, φίλοι και γνωστοί, χαίρονταν 

κάθε χρόνο τέτοια μέρα.

Τριαντάφυλλα, τούρτες σε σχήμα καρδιάς,

μαξιλαράκια, αρκουδάκια, σοκολατάκια και όλα τα σχετικά.


Θυμάμαι πως τα έβρισκα κάπως αστεία όλα αυτά. 

Ίσως και λίγο επιτηδευμένα, φτιασιδωτά.

Αμφιταλαντευόμουν, βέβαια, το ομολογώ.

 Ήταν ζήλια όλο αυτό, 

βαθιά πεθυμιά

να γευτώ κι εγώ την απόλαυση της ανταπόκρισης 

σε κάτι τόσο αφοπλιστικά δυνατό;


Μεγάλωσα πια.

Μέρες τέτοιες περάσαν πολλές.

Βουβοί επισκέπτες. Τύραννοι της ψυχής, κάποιες στιγμές.

Είπα πολλά. Ένιωσα πολύ περισσότερα.

Καμία απάντηση δεν πήρα.

Κανένα "κι εγώ" δεν άκουσα.


Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνομαι πικρία,

σίγουρα μια κάποια μελαγχολία.

Κι όμως.

Στου ανεκπλήρωτου πόθου τον καμβά 

μια φράση γραμμένη μοναχά:

"Θα ήμουν στ'αλήθεια θλιβερά φτωχή, 

αν τόσο βαθιά δε σε είχα ερωτευτεί".



Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Βαλίτσες...

Βαλίτσες


Σε θυμάμαι να σηκώνεσαι αργά από τον καναπέ, να περπατάς με το κεφάλι σκυφτό προς την κρεβατοκάμαρα. Νόμιζα πως θα ξάπλωνες για λίγο. Φαινόσουν κουρασμένος.

Το κριικ του σκουριασμένου μεντεσέ με έκανε κάπως να ανατριχιάσω. Πριν προλάβω να σκεφτώ, ο ήχος από το σύρσιμο της βαλίτσας και το απότομο κλείσιμο της ντουλάπας, υποθέτω για να μην ακουστεί σε επανάληψη το ίδιο ενοχλητικό κριιικ (κοίτα στιγμές που βρίσκει ο νους να προβληματιστεί με λεπτομέρειες) με έκανε να αναπηδήσω και να τρέξω με φόρα μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα.

Θα τη θυμάμαι για πάντα εκείνη τη ματιά. Βασανιστικά παγερή, επώδυνη σαν δυνατό χαστούκι, κενή από αγάπη, πιασμένη χέρι χέρι με τον θυμό και τη θλίψη.

Θα μπορούσα να προσπαθήσω να σε σταματήσω, τη στιγμή που σώριαζες με αναπάντεχη ταχύτητα τα ρούχα μέσα της, θα μπορούσα να σε ρωτήσω "γιατί;", θα μπορούσα να σου ζητήσω για ακόμα μία φορά "συγγνώμη" για όσα όνειρά σου άθελά μου γκρέμισα.

Προτίμησα να γυρίσω στο σαλόνι. Με θυμάμαι να κάθομαι στον καναπέ με άδειο μυαλό, με τα μάτια μου να πονούν, καθώς με δυσκολία κατάφερναν να συγκρατήσουν τα δάκρυα. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πω αν ήταν δάκρυα λύπης γι'αυτό που χανόταν ή φόβου για το άγνωστο μετά.

Πέρασαν τα χρόνια. 10 χρόνια, 5 μήνες και 3 ημέρες. 

Κυριακή. Αναφιώτικα. Εκεί στα ανηφορικά στενάκια που συνήθως πηγαίναμε μαζί και χαζεύαμε τη θέα πλάθοντας όνειρα κοινής ζωής, διέκρινα μια σκυφτή φιγούρα. Δίστασα για μια στιγμή να πιστέψω ότι ήσουν εσύ. Μου φάνηκες τόσο κουρασμένος και εύθραυστος, που σχεδόν αισθάνθηκα την ανάγκη να βιαστώ να σε προλάβω, να σε κρατήσω μην πέσεις.

Δεν ξαφνιάστηκες, δεν απομακρύνθηκες... Άφησες το χέρι μου να σε πιάσει από το μπράτσο και με απαλές, αργές κινήσεις μου χάιδεψες τα δάχτυλα.

Φτάσαμε ψηλά και ατενίσαμε τον Λυκαβηττό. Δεν είχες πει τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

"...και ξέρεις ποια είναι η αυταπάτη; Νομίζουμε ότι οι γεμάτες βαλίτσες μάς ετοιμάζουν πάντα για καινούρια ταξίδια, για συναρπαστικούς προορισμούς. Ξεχνάμε, βλέπεις, ότι όταν είναι φορτωμένες με μνήμες αληθινού έρωτα, παραμένουν βαριές και ασήκωτες, στην ίδια στάση, στον ίδιο σταθμό...".

Μαζί με το απαλό ανοιξιάτικο αεράκι, τα λόγια σου κινήθηκαν γλυκά προς τα αυτιά μου  και σαν ζεστό χάδι απλώθηκαν προς τη μεριά της καρδιάς μου, γαληνεύοντας μετά από τόσα χρόνια τους αγριεμένους της χτύπους...